- ἐπιπαιστικός
- ἐπι-παιστικός, ή, όν, scherzhaft
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιπαιστικός — ἐπιπαιστικός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται ή τίθεται ως παιδιά, ως παιγνίδι («γρῑφος πρόβλημα ἐπιπαιστικόν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παιστικός (< παίστης < παις)] … Dictionary of Greek
ἐπιπαιστικόν — ἐπιπαιστικός droll masc acc sg ἐπιπαιστικός droll neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)